στρωματοσωρείτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρωματοσωρείτης < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική stratocumulus[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /stɾo.ma.to.soˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρω‐μα‐το‐σω‐ρεί‐της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρωματοσωρείτης αρσενικό
- (μετεωρολογία) είδος νέφους γκρι χρώματος σε κυλινδρικό σχήμα που ανήκει στα χαμηλά νέφη (στρώματα)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρωματοσωρείτης
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)