στρωμνή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρωμνή οι στρωμνές
      γενική της στρωμνής των στρωμνών
    αιτιατική τη στρωμνή τις στρωμνές
     κλητική στρωμνή στρωμνές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στρωμνή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στρωμνή θηλυκό

  • μεγάλος επίπεδος υφασμάτινος σάκος γεμισμένος με βαμβάκι ή άχυρο ή άλλο υλικό πάνω στον οποίο μπορεί κανείς να ξαπλώσει

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]