στρόγγυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρόγγυλος < αρχαία ελληνική στρογγύλος
Επίθετο
[επεξεργασία]στρόγγυλος
- άλλη μορφή του στρογγυλός
Δείτε επίσης : στρογγυλός, Στρογγυλός |
στρόγγυλος