στρώση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρώση οι στρώσεις
      γενική της στρώσης* των στρώσεων
    αιτιατική τη στρώση τις στρώσεις
     κλητική στρώση στρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρώσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρώση < ελληνιστική κοινή στρῶσις < αρχαία ελληνική στρώννυμι ((γεωλογία): σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική stratification)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρώση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στρώνω, η εφαρμογή ενός υλικού πάνω σε μια επιφάνεια
  2. (γεωλογία) η εμφάνιση στρωμάτων στη διάταξη ιζηματογενών πετρωμάτων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Stratum στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]