στυγέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]στυγέω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- βροτοστυγής, < + βροτός, ο μισητός από όλους τους ανθρώπους
- στυγερώπης,ες < + ὢψ, τρομερός στην όψη