στυγέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στυγέω < στύγω < θέμα -στυ όπως και στο στῦλος, στύω για κάτι που γίνεται σκληρό και άκαμπτο

στυγέω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]