στόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στόνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στόνος αρσενικό

  • στεναγμός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]