συγγνωστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγγνωστός < αρχαία ελληνική συγγνωστός < συγγιγνώσκω < γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃-
Επίθετο
[επεξεργασία]συγγνωστός, -ή, -ό
- που μπορεί, αξίζει ή πρέπει να συγχωρεθεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγγνωστός
|