συγκαμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγκαμένος: μετοχή παρακειμένου του ρήματος συγκαίγομαι και συγκαίομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε συγ- + καμένος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /siŋ.ɡaˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκα‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]συγκαμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συγκαίω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκαμένος
|