συγκεντρωσιάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγκεντρωσιάρχης < συγκέντρωση + -άρχης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συγκεντρωσιάρχης ουδέτερο
- (πολιτική), (νεολογισμός): αυτός που οργανώνει και επιμελείται κομματική συγκέντρωση, ή συγκέντρωση διαφόρων οπαδών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκεντρωσιάρχης
|