συγκολλητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συγκολλητής αρσενικό (θηλυκό: συγκολλήτρια)
- (επάγγελμα) τεχνίτης ειδικός στις συγκολλήσεις
συγκολλητής αρσενικό (θηλυκό: συγκολλήτρια)