συγκροτημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
→ δείτε τη λέξη συγκροτώ
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγκροτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκροτώ
Μετοχή
[επεξεργασία]συγκροτημένος, -η, -ο
- που έχει οργανωθεί-συγκροτηθεί (συνήθως θετική σημασία)
- συνετός, συνεπής, επιμελής κι αυτοσυγκρατημένος
- που έχει ανεπτυγμένη προσαγώγια έλικα
- συνιστάμενος, συντεθειμένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκροτημένος
|