συγκυριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]συγκυριακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με μια συγκυρία ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκυριακός