συγχρονικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /siŋ.xɾo.niˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐χρο‐νι‐κά
Επίρρημα
[επεξεργασία]συγχρονικά
- που αναφέρεται σε τωρινά θέματα, σε σύγχρονο χρόνο
- (γλωσσολογία) που αναφέρεται στη συγχρονία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]συγχρονικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγχρονικό