συγχωριανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συγχωριανός αρσενικό, συγχωριανή θηλυκό
- αυτός που μένει ή κατάγεται από το ίδιο χωριό
- συνάντησα έναν συγχωριανό μου στην Ομόνοια