συζητητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συζητητής < ελληνιστική κοινή συζητητής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συζητητής αρσενικό (θηλυκό: συζητήτρια)
συζητητής αρσενικό (θηλυκό: συζητήτρια)