συζητητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συζητητικά < συζητητικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]συζητητικά
- (λόγιο) όσον αφορά τη συζήτηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συζητητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]συζητητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συζητητικό