συζητιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συζητιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος συζητώ

Ρήμα[επεξεργασία]

συζητιέμαι

  • γίνομαι θέμα συζήτησης (χρησιμοποιείται κυρίως στο γ' πρόσωπο)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]