συκάμινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συκάμινο | τα | συκάμινα |
γενική | του | συκάμινου | των | συκάμινων |
αιτιατική | το | συκάμινο | τα | συκάμινα |
κλητική | συκάμινο | συκάμινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συκάμινο < αρχαία ελληνική συκάμινον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /siˈka.mi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐κά‐μι‐νο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συκάμινο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συκάμινο
|