συμβασιούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμβασιούχος < (αρχαία ελληνική, 'καθαρεύουσα') σύμβασι(ς) (σύμβαση) + -ούχος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /siɱ.va.siˈu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βα‐σι‐ού‐χος
Επίθετο
[επεξεργασία]συμβασιούχος, -ος / -α, -ο
- εργαζόμενος με ορισμένη σύμβαση εργασίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμβασιούχος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συμβασιούχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας