συμβολαιογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμβολαιογραφικός < συμβολαιογράφος / συμβολαιογραφία + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]συμβολαιογραφικός
- που έχει σχέση με συμβολαιογράφο ή το επάγγελμά του ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) συμβολαιογραφικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις συμβολαιογράφος, συμβόλαιο, βάλλω και γράφω