συμμορφωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.moɾ.foˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐μορ‐φω‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]συμμορφωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συμμορφώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε συμμορφώνω, συμ- & μορφωμένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμμορφωμένος
|