συμπαθητικομιμητικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπαθητικομιμητικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συμπαθητικομιμητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμπαθητικομιμητικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου με συμπαθητικομιμητική δράση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμπαθητικομιμητικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]συμπαθητικομιμητικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του συμπαθητικομιμητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συμπαθητικομιμητικός