συμπεθέρεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπεθέρεμα < συμπεθερεύω + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμπεθέρεμα ουδέτερο
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του συμπεθερεύω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις συμπέθερος και πεθερός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμπεθέρεμα
|