συμπερασματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπερασματικός < ελληνιστική κοινή συμπερασματικός < αρχαία ελληνική συμπέρασμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sim.be.ra.zma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπε‐ρα‐σμα‐τι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πε‐ρα‐σμα‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
συμπερασματικός
- που έχει σχέση με συμπέρασμα, αναφέρεται σ’ αυτό, περιέχει ή δηλώνει συμπέρασμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συμπερασματικά
- → δείτε τις λέξεις συμπέρασμα, πέρασμα και πέρας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμπερασματικός
|