συμπερασματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπερασματικός η συμπερασματική το συμπερασματικό
      γενική του συμπερασματικού της συμπερασματικής του συμπερασματικού
    αιτιατική τον συμπερασματικό τη συμπερασματική το συμπερασματικό
     κλητική συμπερασματικέ συμπερασματική συμπερασματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπερασματικοί οι συμπερασματικές τα συμπερασματικά
      γενική των συμπερασματικών των συμπερασματικών των συμπερασματικών
    αιτιατική τους συμπερασματικούς τις συμπερασματικές τα συμπερασματικά
     κλητική συμπερασματικοί συμπερασματικές συμπερασματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπερασματικός < ελληνιστική κοινή συμπερασματικός < αρχαία ελληνική συμπέρασμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sim.be.ra.zma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπε‐ρα‐σμα‐τι‐κός
παλιότερος συλλαβισμός: συμ‐πε‐ρα‐σμα‐τι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

συμπερασματικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]