συμπεριφορίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπεριφορίστρια < συμπεριφοριστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμπεριφορίστρια θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμπεριφορίστρια
|