συμπιεστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμπιεστής οι συμπιεστές
      γενική του συμπιεστή των συμπιεστών
    αιτιατική τον συμπιεστή τους συμπιεστές
     κλητική συμπιεστή συμπιεστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπιεστής < (συμπιέζω) συμπιεσ- + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική compresseur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συμπιεστής αρσενικό

  1. (μηχανική)
    1. κεντρική μονάδα συμπίεσης αέρα κομπρεσέρ
    2. σφυροδράπανο με πεπλατυσμένη άκρη που συμπιέζει το έδαφος
  2. (μουσική) κομπρέσορ σήματος, μηχάνημα ή πρόγραμμα που περιορίζει την ένταση της ταλάντωσης ενός σήματος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

συμπιεστής