συμπτωματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπτωματικά < συμπτωματικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]συμπτωματικά και συμπτωματικώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμπτωματικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]συμπτωματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συμπτωματικό