συμπυρπολέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπυρπολέω < συμ- + πυρπολέω

συμπυρπολέω - συμπυρπολῶ