συμπόνεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμπόνεμα τα συμπονέματα
      γενική του συμπονέματος των συμπονεμάτων
    αιτιατική το συμπόνεμα τα συμπονέματα
     κλητική συμπόνεμα συμπονέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπόνεμα < συμπον(ώ) + -εμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συμπόνεμα[1] ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. συμπόνεμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)