συμφιλιώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]συμφιλιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμφιλιώνω
- θα συμφιλιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμφιλιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]συμφιλιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συμφιλίωση