συνάθροιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνάθροιση οι συναθροίσεις
      γενική της συνάθροισης* των συναθροίσεων
    αιτιατική τη συνάθροιση τις συναθροίσεις
     κλητική συνάθροιση συναθροίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναθροίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνάθροιση < αρχαία ελληνική συνάθροισις

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siˈna.θɾi.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνάθροιση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]