συνέχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνέχομαι < λείπει η ετυμολογία

συνέχομαι

  1. εξαρτώμαι, συνδέομαι, συμπλέκομαι από τη σχέση με κάτι άλλο ή άλλον
  2. κυριαρχούμαι από ένα συναίσθημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]