συνακροατής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνακροατής αρσενικό
- που συμμετέχει, που ακούει ταυτόχρονα με άλλους κάτι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνακροατής
|