συναλλαγματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συναλλαγματικός < αρχαία ελληνική συναλλαγματικός < συναλλάσσομαι
Επίθετο
[επεξεργασία]συναλλαγματικός
- (οικονομία) που έχει σχέση με το συνάλλαγμα ή τη συναλλαγματική, αναφέρεται σ’ αυτά ή αποτελείται από συνάλλαγμα
- (ουσιαστικοποιημένο) συναλλαγματική
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη συναλλάσσομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναλλαγματικός