συναποκομίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναποκομίζω < (ελληνιστική κοινήσυναποκομίζω < σύν + αρχαία ελληνική ἀποκομίζω < ἀπό + κομίζω

συναποκομίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]