συναρπαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συναρπαστικός < συναρπάζω
Επίθετο
[επεξεργασία]συναρπαστικός -ή -ό
- που συναρπάζει, προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον και (μεταφορικά) αιχμαλωτίζει
- ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναρπαστικός