συναχώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναχώνω < συνάχ(ι) + -ώνω

συναχώνω (παθητική φωνή: συναχώνομαι)

  1. (προφορικό) κάνω κάποιον να αρρωστήσει από συνάχι
  2. παθητική φωνή: συναχώνομαι: παθαίνω συνάχι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]