συνδεδεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνδεδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνδέω
Μετοχή
[επεξεργασία]συνδεδεμένος, -η, -ο
- που έχει συνδεθεί ή εξαρτάται από κάποιον ή κάτι
- συνδεδεμένος στο διαδίκτυο
- συνδεδεμένος σε μία ιστοσελίδα