συνδετήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνδετήρας < συνδέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνδετήρας αρσενικό
- εξάρτημα που συνδέει δύο τμήματα μιας κατασκευής
- μεταλλικό ή πλαστικό εξάρτημα που χρησιμοποιείται για να κρατήσει συνδεδεμένα φύλλα χαρτιού
- μεταλλικό καρφάκι σε σχήμα Π, το οποίο με τη βοήθεια ενός συρραπτικού κάμπτεται και συγκρατεί ενωμένα φύλλα χαρτιού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνδετήρας για χαρτιά
συνδετήρας συρραπτικού