συνδιευθυντής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνδιευθυντής < συν- + διευθυντής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνδιευθυντής αρσενικό
- αυτός που διευθύνει κάτι μαζί με άλλους
- συνδιευθυντής της τράπεζας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνδιευθυντής
|