συνδρομήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνδρομήτρια < συνδρομητής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνδρομήτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη συνδρομητής
συνδρομήτρια θηλυκό