συνεκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνεκτικός < συνέχω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.ne.ktiˈkos/
- ΔΦΑ : /si.ne.ktiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /si.ne.ktiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]συνεκτικός, -ή, -ό