συνεξαμαρτάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνεξαμαρτάνω < σύν + ἁμαρτάνω

συνεξαμαρτάνω

  • σφάλλω μαζί με άλλους, αποτυγχάνω μαζί τους