συνεπιβάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνεπιβάτης αρσενικό
- πρόσωπο που επιβαίνει στο ίδιο μεταφορικό μέσο με άλλο πρόσωπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνεπιβάτης
|