συνεσταλμένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνεσταλμένα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου της μετοχής συνεσταλμένος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

συνεσταλμένα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]