συνεσφιγμένο μέτωπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συνεσφιγμένο μέτωπο | τα | συνεσφιγμένα μέτωπα |
γενική | του | συνεσφιγμένου μετώπου | των | συνεσφιγμένων μετώπων |
αιτιατική | το | συνεσφιγμένο μέτωπο | τα | συνεσφιγμένα μέτωπα |
κλητική | συνεσφιγμένο μέτωπο | συνεσφιγμένα μέτωπα | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνεσφιγμένο μέτωπο < → δείτε τις λέξεις συνεσφιγμένος και μέτωπο
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]συνεσφιγμένο μέτωπο ουδέτερο
- (μετεωρολογία) μέτωπο που δημιουργείται όταν ένα ψυχρό μέτωπο συναντά ένα θερμό μέτωπο λόγω της αντίθεσης της θερμοκρασίας και της διαφοράς ταχύτητας των μαζών ψυχρού αέρα που προχωρούν και υποχωρούν[1]
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνεσφιγμένο μέτωπο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Συνεσφιγμένο μέτωπο, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών