συνεύρημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνεύρημα ουδέτερο
- εύρημα που εντοπίζεται μαζί με άλλα
- ※ Πρόκειται για ένα αντικείμενο σαφώς χρονολογημένο μεταξύ του 830 π.Χ. και του 730 π.Χ., όπως αποδεικνύουν τα συνευρήματα από τον τάφο. (εφ. Το Βήμα, 24.11.2008)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνεύρημα
|