συνιδιοκτήτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνιδιοκτήτης οι συνιδιοκτήτες
      γενική του συνιδιοκτήτη των συνιδιοκτητών
    αιτιατική τον συνιδιοκτήτη τους συνιδιοκτήτες
     κλητική συνιδιοκτήτη συνιδιοκτήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνιδιοκτήτης < συν- + ιδιοκτήτης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική copropriétaire) [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνιδιοκτήτης αρσενικό (θηλυκό συνιδιοκτήτρια)

  • ιδιοκτήτης ενός πράγματος από κοινού με κάποιον άλλον ή κάποιους άλλους

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]