συνιστώσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνιστώσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνιστώσα θηλυκό
- (φυσική) η δύναμη (ή άλλο διανυσματικό μέγεθος) που επηρεάζει την κατάσταση ενός σώματος. Η συνισταμένη αναλύεται σε συνιστώσες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνιστώσα
συστατικό[επεξεργασία]πολιτική υποομάδα[επεξεργασία] |