συννεφόκαμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το συννεφόκαμα
      γενική
    αιτιατική το συννεφόκαμα
     κλητική συννεφόκαμα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συννεφόκαμα < σύννεφ(ο) + -ό- κάμα < καίω [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.neˈfo.ka.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐νε‐φό‐κα‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συννεφόκαμα ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • συννεφόκαμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)